καταχώνιασμα

καταχώνιασμα
το [καταχωνιάζω]
1. θάψιμο, χώσιμο
2. απόκρυψη, εξαφάνιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταχώνιασμα — το, ατος 1. καταβρόχθιση: Θα παχύνεις με τέτοιο καταχώνιασμα φαγητού. 2. χώσιμο κάποιου πράγματος στη γη: Νομίζει πως θα σώσει τις λίρες με το καταχώνιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάχωση — ἡ (AM κατάχωσις, ώσεως) [καταχώνω] το χώσιμο ενός πράγματος βαθιά μέσα στη γη, θάψιμο, καταχώνιασμα …   Dictionary of Greek

  • χώσιμο — και διαλ. τ. χούσιμο, το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χώνω, έμπηξη («οι πάσσαλοι θέλουν καλό χώσιμο») 2. επικάλυψη με χώμα 3. απόκρυψη σε βάθος, καταχώνιασμα 4. ενταφιασμός, θάψιμο 5. (ιδιωμ.) συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χωσ τού αορ.… …   Dictionary of Greek

  • τρύπωμα — το, ατος 1. κρύψιμο, απόκρυψη, καταχώνιασμα: Γλίτωσε η αλεπού με τρύπωμα στη φωλιά της. 2. πρόχειρο και αραιό ράψιμο, βελόνιασμα: Δεν είναι κανονικό ράψιμο, είναι τρύπωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”